Απόσπασμα Νομοθετικού Πλαισίου
ΠΡΑΞΗ
Οδηγία 99/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών.
ΣΥΝΟΨΗ
Η οδηγία αφορά τη νόμιμη εγγύηση και τις εμπορικές εγγυήσεις.
Η έννοια της νόμιμης εγγύησης αφορά τη νομική προστασία του αγοραστή από ελαττώματα των αγορασθέντων προϊόντων. Η νομική αυτή προστασία έχει καταστεί υποχρεωτική από το νόμο και δεν εξαρτάται από τη σύμβαση. Η οδηγία θεσπίζει κατά τον τρόπο αυτό την αρχή της συμμόρφωσης του προϊόντος προς τους όρους της σύμβασης.
Η έννοια της εμπορικής εγγύησης, αντίθετα, προϋποθέτει την εκδήλωση της βούλησης ενός ατόμου, του εγγυητή, ο οποίος αυτοκαθίσταται υπεύθυνος για ορισμένα ελαττώματα.
Η οδηγία δεν χρησιμοποιεί την ορολογία της νομικής και εμπορικής εγγύησης. Όταν χρησιμοποιείται ο όρος «εγγύηση», καλύπτει μόνο τις εμπορικές εγγυήσεις που ορίζονται ως εξής: «κάθε ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του πωλητή ή του παραγωγού προς τον καταναλωτή, χωρίς επιπλέον επιβάρυνση, για επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος, αντικατάσταση, επισκευή ή φροντίδα καθ’ οιονδήποτε τρόπο του αγαθού σε περίπτωση που το καταναλωτικό αγαθό δεν ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στη δήλωση της εγγύησης ή στη σχετική διαφήμιση».
Καταναλωτικό αγαθό θεωρείται κάθε ενσώματο κινητό πράγμα, εκτός από:
- τα αγαθά τα οποία πωλούνται στα πλαίσια αναγκαστικής εκτέλεσης ή με άλλο τρόπο από δικαστική αρχή·
- το νερό και το φυσικό αέριο όταν δεν είναι συσκευασμένα προς πώληση σε περιορισμένο όγκο ή καθορισμένη ποσότητα·
- την ηλεκτρική ενέργεια.
Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρέσουν από αυτό τον ορισμό τα μεταχειρισμένα αγαθά που πωλούνται σε δημόσιους πλειστηριασμούς όταν ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει αυτοπροσώπως στην πώληση.
Αντιθέτως, η οδηγία εφαρμόζεται στις συμβάσεις προμήθειας καταναλωτικών αγαθών τα οποία πρόκειται να κατασκευαστούν ή να παραχθούν.
Συμβάσεις πωλήσεως
Τα καταναλωτικά αγαθά πρέπει να είναι σύμφωνα προς τους όρους της σύμβασης πώλησης.
Τα καταναλωτικά αγαθά τεκμαίρονται σύμφωνα προς τους όρους της σύμβασης, εφόσον κατά την παράδοσή τους στον καταναλωτή:
- ανταποκρίνονται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή και έχουν τις ιδιότητες του αγαθού εκείνου που ο πωλητής είχε παρουσιάσει στον καταναλωτή ως δείγμα ή υπόδειγμα·
- είναι κατάλληλα για τις χρήσεις για τις οποίες προορίζονται συνήθως τα αγαθά του ιδίου τύπου·
- είναι κατάλληλα για κάθε ειδική χρήση την οποία επιζητεί ο καταναλωτής και την οποία γνωστοποίησε στον πωλητή κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης, ο δε πωλητής την αποδέχθηκε·
- η ποιότητα και οι επιδόσεις τους είναι ικανοποιητικές λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αγαθού και τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του σχετικά με αυτά.
Ο πωλητής ευθύνεται έναντι του καταναλωτή για κάθε έλλειψη συμμόρφωσης η οποία υπάρχει κατά τη στιγμή της παράδοσης του αγαθού και εμφανίζεται εντός δύο ετών από τη στιγμή αυτή. Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται έλλειψη συμμόρφωσης εάν, κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης, ο καταναλωτής γνώριζε ή δεν μπορούσε ευλόγως να αγνοεί την έλλειψη αυτή.
Ο πωλητής δεν ευθύνεται όταν το αγαθό δεν ανταποκρίνεται στις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του όταν αποδεικνύει:
- ότι δεν γνώριζε και δεν μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει τη σχετική δήλωση·
- ότι διόρθωσε τη σχετική δήλωση κατά τη στιγμή της πώλησης του αγαθού·
- ότι η απόφαση για την αγορά δεν μπορούσε να επηρεαστεί από τη σχετική δήλωση.